μητροηθης

μητροηθης
    μητροήθης
    μητρο-ήθης
    2
    унаследовавший материнский характер Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μητροηθης" в других словарях:

  • μητροήθης — μητροήθης, ες (Μ) αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα τής μητέρας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»